- υψίζυγος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια τής κωπηλασίας2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. πολύ-ζυγος].
Dictionary of Greek. 2013.